- στηλίδα
- στηλίςfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στηλίδα — η / στηλίς, ῑδος, ΝΑ, τ. γεν. και στηλίδος και στηλεῑδος Α (με υποκορ. σημ.) 1. μικρή στήλη, στηλίδιο 2. μικρός ιστός στην πρύμνη πλοίου αρχ. 1. ονομασία αριθμού 2. ονομασία μικρού πύργου. [ΕΤΥΜΟΛ. < στήλη + κατάλ. ίς, ίδος (πρβλ. πινακ ίς)) … Dictionary of Greek
στηλιδωτός — ή, ό, Ν (για πλοίο) αυτός που έχει στηλίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στηλίδα + κατάλ. ωτός (πρβλ. οδοντ ωτός). Η λ., στον λόγιο τ. τού ουδ. στηλιδωτόν, μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν] … Dictionary of Greek
COLUMNA Regia — civitas in Brutio. Mela, l. 2. c. 4. Graeci Στηλίδα vocant, i. e. Columellam, hodie la Cothona, aliis Stylurion, unde solvitur in Siciliam. Vide Cluverium, Ital. Antiq. l. 4. p. 1295 … Hofmann J. Lexicon universale
στήλη — Αναμνηστικό μνημείο, με νεκρικό συνήθως χαρακτήρα, μερικές όμως φορές και αναθηματικό, που αποτελείται από μια πέτρινη ή μαρμάρινη πλάκα τοποθετημένη πάνω σε βάση ή και στο έδαφος. Αρχαιότερα γνωστά μνημεία του είδους είναι εκείνα της… … Dictionary of Greek
στηλίς — ῑδος, ἡ, Α βλ. στηλίδα … Dictionary of Greek